ἐλευθερώσῃ

ἐλευθερώσῃ
ἐλευθερώσηι , ἐλευθέρωσις
liberation
fem dat sg (epic)
ἐλευθερόω
set free
aor subj mid 2nd sg
ἐλευθερόω
set free
aor subj act 3rd sg
ἐλευθερόω
set free
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελευθέρωση — η (ΑΜ ἐλευθέρωσις) απαλλαγή, λύτρωση από κάτι αρχ. κατάχρηση, ακολασία …   Dictionary of Greek

  • ελευθέρωση — η το ελευθέρωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπόριο — Μικροσκοπικό όργανο, μονοκύτταρο ή όχι, της αγενούς αναπαραγωγής των θαλλόφυτων, βρυόφυτων, πτεριδόφυτων, που γι’ αυτό ονομάζονται από μερικούς και σποριόφυτα, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα φυτά τα λεγόμενα σπερματόφυτα, στα οποία η αναπαραγωγή… …   Dictionary of Greek

  • ἐλευθερώσηι — ἐλευθέρωσις liberation fem dat sg (epic) ἐλευθερώσῃ , ἐλευθερόω set free aor subj mid 2nd sg ἐλευθερώσῃ , ἐλευθερόω set free aor subj act 3rd sg ἐλευθερώσῃ , ἐλευθερόω set free fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελευθέρωση …   Dictionary of Greek

  • νευρολυσία — η ιατρ. επέμβαση για την ελευθέρωση ενός νεύρου που συμπιέζεται από αλλοιώσεις οι οποίες υπάρχουν στη διαδρομή του …   Dictionary of Greek

  • ξεμπλοκάρισμα — το [ξεμπλοκάρω] 1. ελευθέρωση, άνοιγμα διεξόδου («το ξεμπλοκάρισμα τής λεωφόρου») 2. αποδέσμευση …   Dictionary of Greek

  • υδροφράκτης — και υδροφράχτης, ο, Ν 1. σύστημα εξοπλισμένο με μία ή και περισσότερες θύρες ή βάννες, που χρησιμοποιείται για τη διακοπή, την ελευθέρωση ή τον περιορισμό τής ροής τού νερού 2. συνεκδ. η κυρίως θύρα τού παραπάνω συστήματος 3. υδατοφράκτης, φράγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”